- θεραπείαν
- θεραπείᾱν , θεραπείαservicefem acc sg (attic doric aeolic)θεραπείᾱν , θεραπείηservicefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHILIOMBAE — aris nonnumquam admorae, a Gentilibus. Martyrolog. de Artemio, πλείονα γοῦ ἤ σύμπαστοῖς ἄλλοις ἀγάλμασι προσῆγε τὴν θεραπείαν. Χιλιόμβας ὅλας ἐξ ἑκάςτου γένους θυόμενος αὐτῷ, Maiorem igitur, quam reliquis omnibus imaginibus, cultum exhibuit,… … Hofmann J. Lexicon universale
CHRISTUS — I. CHRISTUS Iesu mundi Redemptoris cognomentum. Ab Hebraeo vel Sytiaco Gap desc: Hebrew sic dictus, Ioh. c. 1. v. 42. Εὑρήκαμεν τὸν Μεςςίαν, ὅ ἐςτι μεθερμηνευόμενον, ὁ Χριςτὸς. Ubi Nounus, Σύτγενε Μεςςίαν σοφὸν εὕρομεν, ὃς θεὸς ἀνὴθ Χριςτὸς… … Hofmann J. Lexicon universale
MAGIA — I. MAGIA fons Siciliae in agro Syracusano. Item urbs Illyriae. Steph. et alia Carmaniae. Ptol. II. MAGIA triplex Vossio: Primum genus totum est in occultis naturae proprietatibus indagandis, et earum operationibus promovendis; adeoque naturâ… … Hofmann J. Lexicon universale
MAGUS — I. MAGUS Graece Μάγος. Praeluxisse Persisolim Magos sapientiae studiis, atque etiam rerum Divinarum notitiâ varii tradunt scriptores, Apul. in Apol. Nam si quod ego apud plurimos lego, Persarum linguâ magus est, qui nostrâ sacerdos. Siquidem… … Hofmann J. Lexicon universale
SACER Ales — apud Virg. Aen. l. 11. v. 721. Quam facile Accipiter saxo sacer ales ab alto: Accipiter est Graece Ι῾έραξ; unde illi hoc nomen potius, quam a verbo ἵεςθαι, ut vult Eustathius in Od. Ο. Ι῾έραξ ἱεροῦται Η῾λίῳ Α᾿πόλλωνι διά τε τὸ ὀξὺ τῆς κινήςεως… … Hofmann J. Lexicon universale
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
παρασχίζω — Α 1. σχίζω κατά μήκος, κόβω κοντά σε κάτι, διανοίγω («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», Ηρόδ.) 2. (ενεργ. και παθ.) ανοίγω, σχίζω κατά μήκος (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῡ παρεσχισμένου σώματος», Διόδ. Σικ. β. «ἱμάτια κατά μήκος… … Dictionary of Greek
περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… … Dictionary of Greek